- ἁλτική
- ἁλτικόςgood at leapingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλτικός — ή, ό (Α ἁλτικός, ή, όν) [ἅλλομαι] νεοελλ. ο σχετικός με το άλμα αρχ. 1. αυτός που τά καταφέρνει στο άλμα, ο ικανός στο άλμα 2. «ἁλτικὰ μόρια», τα μέλη που κινητοποιούνται κατά το άλμα 3. «ἁλτικὴ ὄρχησις», για τον χορό τών Σαλίων ιερέων … Dictionary of Greek